αδαδούχητος

αδαδούχητος
ἀδᾳδούχητος, -ον (Α) [δᾳδουχῶ]
1. ο δίχως δαδουχία, αυτός που δεν φωτίζεται από δάδα, πυρσό
2. (ειδικά για γάμο) κρυφός, μυστικός, λαθραίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”